- πλείστος
- -η, -ο(υπερθ. βαθμ. του επιθ. πολύς), πάρα πολύς: Πλείστοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Πλειστός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλεῖστος — most masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεῖστος — most masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… … Dictionary of Greek
πλεῖστον — πλεῖστος most masc acc sg πλεῖστος most neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλείστω — Πλεῖστος most masc nom/voc/acc dual Πλεῖστος most masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειστοῖο — Πλειστός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειστοῖς — Πλειστός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειστοῦ — Πλειστός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλειστῶν — Πλειστός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)